ἐφελκυσμός

ἐφελκυσμός
ἐφελκ-υσμός, , = foreg., Eust.52.24;
A suction, Sor.1.118; opp. διωσμός, Paul.Aeg.6.88.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐφελκυσμός — suction masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφελκυσμός — Διαδικασία, κατά την οποία μέρος του σώματος τοποθετείται υπό έκταση, για να ευθυγραμμιστούν δύο γειτονικές δομές ή να συγκρατηθούν στη θέση τους. * * * ο (ΑΜ ἐφελκυσμός) [εφελκύω] έλξη, προσέλκυση, τράβηγμα νεοελλ. (μηχανολ.) τρόπος καταπόνησης… …   Dictionary of Greek

  • ἐφελκυσμόν — ἐφελκυσμός suction masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • εφολκή — η (ΑΜ ἐφολκή) [εφέλκω] νεοελλ. το να σύρει κάποιος πίσω του ένα αντικείμενο, η ρυμούλκηση, η προσέλκυση, ο εφελκυσμός μσν. προσέλκυση αρχ. ώθηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”